Το άρωμα μιας λέξης ~ Alkioni Papadaki




(seizeTHEsmell… Η μυρωδιά της λέξης…)


Διαφορετικό
άρωμα άγριου κύμινου

Ενοχή
σαν τα καπέλα των μανιταριών, κάτι σαν μούχλα από μπαγιάτικο ψωμί

Έρωτας
άρωμα ροδακινιού

Λάθος
άρωμα κόκκινου σταφυλιού

Νοσταλγία
σαν μανουσάκι στο λόφο, την ώρα του δειλινού

Όνειρο
άρωμα δυνατό, μεθυστικό, άρωμα νάρκισσου

Πάθοςαφρισμένη θάλασσα και σάπια φίκια, μια βαριά μυρωδιά ιωδίου

Φιλί
μυρωδιά άγριου τριαντάφυλλου

Φόβος
μυρωδιά καμένου ρούχου

Χάδι
μυρωδιά κανέλας

Χαμόγελο
άρωμα μανιταριού, όταν του πατάς τη φλούδα με το νύχι σου



Η αγάπη, μια σιγανή βροχή που τραγουδάει πάνω στη λαμαρίνα, αυτό πρέπει να είναι η αγάπη. Το πάθος σεληνιάζεται, μάτια μου. Αφηνιάζει σαν το μουλάρι κι αρχίζει το ποδοβολητό. Ουαί και τρισαλίμονο σ’ όποιον βρεθεί στο πέρασμα του! Δεν έχει έλεος το πάθος, δεν έχει σταματημό...

Φύλλο δεν κουνήθηκε. ... άνοιξε με δύναμη την ουρά της και γρατσούνισε τα όνειρα μιας νυχτερίδας που είχε κρεμαστεί ανάποδα στο γιακά της σιωπής.

Σε πνίγει η αγάπη όταν σε πιάνει από το λαιμό, έτσι δεν είναι, ...; Έτσι ακριβώς, .... Η αγάπη πρέπει πάντοτε να σε συνοδεύει· να σου κρατάει συντροφιά· να γέρνεις στον ώμο της και να ονειρεύεσαι. Αν πέσει απάνω σου και σε πλακώσει, τελείωσες.

Που ξέρω; Μπορεί να της είπαν, πως μόνος του κανείς γίνεται από σκουλήκι πεταλούδα. Μόνο που πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Μπορεί να της είπαν, πως ολ’ αυτά τελικά είναι όνειρο, μια φαντασίωση, μια κυριακάτικη εκδρομή στο βλέμμα του Θεού... Που ξέρω;

Χα, οι άνθρωποι! Κατεβάζουν ολόκληρο στόλο και βάζουν μπρος τα κανόνια για να κυνηγήσουν ένα ζευγάρι κοχύλια που ξελογιάστηκαν και βγήκαν τσάρκα στην αμμουδιά. Ένα ζευγάρι Κατειρήνες που ήθελαν να γίνουν κάποτε αστέρια.

Τι μπορεί να προσφέρει, αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού; Μπορεί να μάθει το ποτάμι να ονειρεύεται...

Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα νουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.

Η ερημιά είναι όπως η φωλιά της αράχνης, .... Μόνος του την πλέκει κανείς. Βγάζει την κλωστή από μέσα του, σαν το σάλιο.



Όλα τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο:
«Οι κάργιες» της Αλκυόνης Παπαδάκη, ΚΑΛΕΝΤΗΣ, 1997


http://www.alkionipapadaki.gr/
http://www.alkionipapadaki.gr/biblia.html
http://www.alkionipapadaki.gr/kargies.html

4-11-2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: